- ποντίφηκες
- Ιερείς της αρχαίας Ρώμης, ο θεσμός των οποίων κατά την παράδοση ιδρύθηκε από τον Νουμά. Τα καθήκοντά τους δεν ήταν στενά ιερατικά, γιατί δεν ασχολούνταν προσωπικά με θρησκευτικές τελετουργίες, αλλά τις διηύθυναν ή φρόντιζαν να γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες. Οι π. ήταν κυρίως εμπειρογνώμονες, που έλεγχαν τη δημόσια άσκηση της λατρείας, και πρόσφεραν στους πολίτες συμβουλή για την τέλεση ιδιωτικών τελετουργιών. Αυτοί διατηρούσαν και ενημέρωναν το εορταστικό ημερολόγιο, καθόριζαν την τέλεση των κινητών εορτών, κατέγραφαν στα βιβλία τους, κάθε χρόνο, όλα τα γεγονότα δημόσιου ενδιαφέροντος.
Το όνομα ποντίφηκες σημαίνει πιθανότατα «γεφυροποιοί», αλλά τίποτα το βέβαιο δεν γνωρίζουμε για τη συμβολική-ιερατική αξία των «γεφυρών» που υπονοεί η ετυμολογία αυτή. Οι π., πρώτα 3, ύστερα 6, 9, 15 και τέλος 16, αποτελούσαν σύλλογο, που τον διηύθυνε ο μέγιστος ποντίφηξ. Αυτός εξελέγετο ισόβια, διόριζε τα μέλη του ποντιφικού συλλόγου και είχε υπέρτατη εξουσία επί όλων των μελών του συλλόγου. Σ’ αυτόν ανήκαν επίσης και: ο «βασιλιάς των ιερών» (rex sacrorum), ο ιερέας του ναού του Ιανού, οι στεφανηφόροι(flamines) και οι Εστιάδες.
Μεγάλη ήταν η πολιτική σημασία του μέγιστου ποντίφηκα, έτσι που πολλοί επιδίωκαν το αξίωμα αυτό για πολιτικούς μάλλον, παρά για θρησκευτικούς σκοπούς. Ο Καίσαρ και ο Αύγουστος ήταν κι οι δύο μεγάλοι π. και μετά τον Αύγουστο όλοι οι αυτοκράτορες απέκτησαν δικαιωματικά το θρησκευτικό αυτό αξίωμα έως την εποχή του Γρατιανού, ο οποίος δεν το δέχτηκε, θεωρώντας το ασυμβίβαστο με τη χριστιανική θρησκεία (382).
Το όνομα ποντίφηξ ή υπέρτατος ποντίφηξ χρησιμοποιήθηκε από τον 5o αι. για να χαρακτηρίσει τον επίσκοπο της Ρώμης ή πάπα. Η ονομασία αυτή εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα.
O αυτοκράτορας Αύγουστος ως μέγιστος ποντίφικας. Όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, ώς την εποχή του Γρατιανού, έπαιρναν το αξίωμα αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.